τρίωτον

τρίωτον
τὸ, Α
αγγείο με τρεις λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *τρίωτος < τρι-* + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. τετρά-ωτος. Ανάλογος σχηματισμός είναι και το σιγμόληκτο επίθ. που απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. tirijowe)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”